- ὁριστῶν
- ὁριστήςone who marks the boundariesmasc gen plὁριστόςdefinablefem gen plὁριστόςdefinablemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀορίστων — ἀόριστος without boundaries masc/fem/neut gen pl ἀ̱ορίστων , ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ορίστων , ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀοριστόω to be indefinite imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάισμαν, Αουγκούστ — (August Weismann, Φρανκφούρτη 1834 – Φράιμπουργκ 1914). Γερμανός βιολόγος. Ο Β. από νεαρή ακόμη ηλικία ασχολήθηκε με τη φυσική ιστορία, συλλέγοντας φυτά και έντομα και εκτρέφοντας κάμπιες. Το μουσείο Φυσικής Ιστορίας Σένκεμπεργκ στη Φρανκφούρτη… … Dictionary of Greek